ειρηνεύω

ειρηνεύω
(AM εἰρηνεύω)
1. αποκαθιστώ την ειρήνη, συμφιλιώνω τους αντιπάλους
2. καταπαύω εξέγερση, επιτυγχάνω ή επιβάλλω την ειρήνη
3. παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση, συνδιαλλάσσομαι
μσν.- νεοελλ.
καθησυχάζω (με χάδια, γλυκά λόγια κ.λπ.)
νεοελλ.
1. ξαναβρίσκω την ψυχική μου γαλήνη
2. (για τον καιρό ή τη θάλασσα) γαληνεύω
αρχ.-μσν.
ζω ειρηνικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἰρηνεύω — bring to peace pres subj act 1st sg εἰρηνεύω bring to peace pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρηνεύω — ειρηνεύω, ειρήνευσα και ειρήνεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰρηνεύετε — εἰρηνεύω bring to peace pres imperat act 2nd pl εἰρηνεύω bring to peace pres ind act 2nd pl εἰρηνεύω bring to peace imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνεύσουσι — εἰρηνεύω bring to peace aor subj act 3rd pl (epic) εἰρηνεύω bring to peace fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἰρηνεύω bring to peace fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνεύσουσιν — εἰρηνεύω bring to peace aor subj act 3rd pl (epic) εἰρηνεύω bring to peace fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἰρηνεύω bring to peace fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνεύσω — εἰρηνεύω bring to peace aor subj act 1st sg εἰρηνεύω bring to peace fut ind act 1st sg εἰρηνεύω bring to peace aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνεύῃ — εἰρηνεύω bring to peace pres subj mp 2nd sg εἰρηνεύω bring to peace pres ind mp 2nd sg εἰρηνεύω bring to peace pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνευομένων — εἰρηνεύω bring to peace pres part mp fem gen pl εἰρηνεύω bring to peace pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνευσάντων — εἰρηνεύω bring to peace aor part act masc/neut gen pl εἰρηνεύω bring to peace aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”